- ἀναξιδώρα
- ἀναξιδώρᾱ , ἀναξιδώραfem nom/voc/acc dualἀναξιδώρᾱ , ἀναξιδώραfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναξιδώρα — ἀναξιδώρα, η (Α) (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που δίνει τα δώρα, δηλ. τους καρπούς τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄναξ + δώρα < δῶρον] … Dictionary of Greek
ἀναξιδώραν — ἀναξιδώρᾱν , ἀναξιδώρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek